Οι αγρότες από τα γύρω χωριά είχαν αποκλείσει την είσοδο της πλαζ, πουλώντας τυριά, φρούτα και λαχανικά. Οι τουρίστες κορδώνονταν μπροστά σ’ αυτούς τους ξεδοντιασμένους και αδύνατους χωριάτες με τα ροζιασμένα χέρια. Οι γυναίκες τους φορούσαν σάλι στην πλάτη, φούστες και κάλτσες, κοιτώντας με απαξίωση τη μελαχρινή κοπέλα με το μπικίνι. Αφού ξεπουλούσαν την πραμάτεια τους, όλοι εκείνοι οι ορεσίβιοι, έτρεχαν πίσω στα χωριά τους, πάνω στα βουνά, λες και ήθελαν να κλειστούν μέσα στις σπηλιές τους. Λες και ήθελαν να μείνουν μακριά από τα 1.555χλμ ακτογραμμής της Σαρδηνίας, που χαρακτηρίζεται «αλίμενος» λόγω των μικρών και βραχωδών κόλπων. Αιώνες τώρα οι άνθρωποι αυτοί ζουν στο ορεινό, τραχύ έδαφος, σε μία γη δύσκολη, την οποία όμως προτιμούν από το θαλασσινό ορίζοντα, τον οποίο θεωρούν μέχρι και σήμερα δρόμο των εισβολέων.
Με ψηλότερο βουνό αυτό του Gennargentu (1834 μέτρα), η γεωγραφική απεικόνιση της Σαρδηνίας πάνω στον χάρτη μοιάζει σαν «ένα βήμα πάνω στη θάλασσα». Αυτό του Θεού όπως λένε οι παλιοί μύθοι. Έχοντας αναδυθεί από τα νερά του Τυρρηνικού Κόλπου εδώ και 450 εκατομμύρια χρόνια, το νησί αποτελεί χωρίς αμφιβολία την παλαιότερη γη της Ιταλίας. Η ανθρώπινη επίδραση στο νησί δεν ήταν καθόλου έντονη ως τους τελευταίους δύο αιώνες, αφήνοντας τοπία μοναχικά και σιωπηλά, σφραγισμένα από ένα αρχαίο μεγαλείο. Δεν υπάρχει μεσογειακός λαός που να μην πέρασε από το νησί εκμεταλλευόμενος τη στρατηγική της θέση. Ωστόσο οι ντόπιοι ποτέ δεν υποτάχτηκαν πραγματικά στους κατακτητές. Κατάφερναν πάντα να αποσύρονται στη δυσπρόσιτη ενδοχώρα, όπου συνέχιζαν να διατηρούν τα ήθη και τα έθιμά τους. Εκεί όπου υπάρχουν και τα μοναδικά αρχαιολογικά ευρήματα που μετρούν σχεδόν πέντε χιλιάδες χρόνια ζωής, τα νουράγκι, ψηλοί «ακρωτηριασμένοι» πύργοι που συνδέονται άρρηκτα με το τοπίο της Σαρδηνίας. Υπολογίζεται ότι υπάρχουν 7.000 τέτοιοι πύργοι, στους οποίους έβρισκαν καταφύγιο οι ντόπιοι σε περίπτωση κινδύνου, οχυρά κατασκευασμένα από μεγάλους ογκόλιθους αρμοσμένους χωρίς κονίαμα, με το πάχος των τοίχων να κυμαίνεται ανάμεσα στα 4-7 μέτρα.





Ιστορίες κατακτητών
Όταν οι Φοίνικες αποβιβάστηκαν στις ακτές της Σαρδηνίας, το 800 π.Χ, οι αυτόχθονες δεν έδειξαν καμία αντίσταση και μόνο πολύ αργότερα, υπό τους Καρχηδόνιους, οργανώθηκε ουσιαστική αντίσταση. Εκείνη ήταν η περίοδος που η Σαρδώ (έτσι ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες τη Σαρδηνία) έκανε την είσοδό της στη σκηνή του μεσογειακού κόσμου. Αναπτύχθηκαν εμπορικές ανταλλαγές στα καρχηδονικά κέντρα, στις ακτές της. Αλλά ο νέος αυτός πολιτισμός είχε πολύ μικρή επίδραση στους νουραγκικούς πληθυσμούς που αποτραβήχτηκαν στο εσωτερικό. Η επίδραση των Ρωμαίων άρχισε να ασκείται από το 238 π.Χ, όταν οι Καρχηδόνιοι έβγαιναν ηττημένοι από τον πρώτο καρχηδονιακό πόλεμο. Μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, Βάνδαλοι, Οστρογότθοι και Λομβάρδοι εισέβαλαν διαδοχικά στη Σαρδηνία. Τον 8ο αιώνα το νησί υπέστη την κυριαρχία των Σαρακήνων. Τρεις αιώνες αργότερα, βρέθηκε μοιρασμένο ανάμεση στη Γένουα και την Πίζα, περιοχές με έντονα τα σημάδια στην αρχιτεκτονική του νησιού. Το 1718, το νησί δόθηκε στους δούκες της Σαβοΐας, οι οποίοι έλαβαν τον τίτλο του βασιλιά της Σαρδηνίας και τον διατήρησαν μέχρι το 1861. Χρονιά που προσαρτήθηκε στο Βασίλειο της Ιταλίας και από το 1948, η Σαρδηνία απολαμβάνει περιφερειακή διοικητική αυτονομία.
Οι μεγαλιθικές πέτρες των προϊστορικών κατοίκων, τα αρχαιολογικά ευρήματα των Φοινίκων, των Ελλήνων και των Ρωμαίων, τα γενοβέζικα κάστρα και ισπανικές εκκλησίες συνθέτουν την πολυδιάστατη ιστορία της Σαρδηνίας, ένα φωτογραφικό «πορτφόλιο» που περικλείεται σε μήκος 270 χλμ. από Βορρά προς Νότο και 145χλμ, από Δύση προς Ανατολή.
Η Σαρδηνία σήμερα
Στη Σαρδηνία υπάρχουν 8 επαρχίες (Κάλιαρι, Νουόρο, Σάσαρι, Ιγκλέσιας, Καμπιντάνο, Ολιάστρα και η επαρχία του Οριστάνο). Οι κάτοικοι της Σαρδηνίας ασχολούνται με την καλλιέργεια σιταριού, την αμπελουργία και την ελαιουργία, το εμπόριο και τις υπηρεσίες, ενώ είναι η πρώτη περιοχή στην Ιταλία σε παραγωγή τυριού και φελλού. Τα τελευταία χρόνια αναπτύχθηκε η πετρελαιοχημική, η χαρτοποιία και η τσιμεντουργία. Η παραδοσιακή βιομηχανία μετάλλων βρίσκεται σε κάμψη, όπως και η εξόρυξη κάρβουνου που γνώρισε στιγμές δόξας μετά τη δεκαετία του 1940 στην περιοχή της Καρμπόνια (Ν-Δ).
Η τουριστική έκρηξη και οι ανάλογες επενδύσεις στο νησί τις τελευταίες δεκαετίες άλλαξαν το τοπίο της οικονομίας στην Σαρδηνία, η οποία με τις υπέροχες θάλασσες, το αβλαβές τοπίο και το ιδανικό κλίμα το καλοκαίρι, αποτελεί αγαπημένο προορισμό διακοπών για Ιταλούς και ξένους τουρίστες, που φθάνουν κατά χιλιάδες στα πορθμεία και τα αεροδρόμια. Η τουριστική βιομηχανία έχει μονοπωλήσει τη θαλάσσια πρόσοψη καθώς μεγάλα ξενοδοχειακά συγκροτήματα έχουν κάνει την εμφάνισή τους στην γραφική Santa Teresa di Gallura, στο νησάκι της Maddalena, στο καταλανικό Algero (Β-Δ), στις δαντελένιες ακτές της Costa Rei και του Villasimius και στην κοσμοπολίτικη Costa Smeralda, απ’ όπου και ξεκίνησε να διαγράφεται ο κύκλος της περιήγησής μας για τον γύρο του νησιού.

Βουνό ή θάλασσα; Και τα δυο!
Οι πρώτες εικόνες σε μία άκρως κοσμοπολίτικη γωνιά του νησιού, ήταν γεμάτες από το τυρκουάζ χρώμα της θάλασσας και τις εξοχικές κατοικίες που έδεναν αρμονικά με τον κόκκινο γρανίτη και τη φύση, χωρίς… εμφανή τα ίχνη νεοπλουτισμού. Η Costa Smeralda μαρτυρεί την πρόσφατη ιστορία της αφού ήταν άγονη και σχεδόν ακατοίκητη μέχρι το 1958. Τότε ο πρίγκιπας Καρίμ Αγά Χαν και ο Πάτρικ Γκίνες, της γνωστής οικογενείας βιομηχάνων ζυθοποιίας, φαίνεται να ζήλεψαν το σμαραγδί (smeralda) χρώμα της θάλασσας και αποφάσισαν να μετατρέψουν αυτή την ερημική, άλλοτε, πλευρά του νησιού, σε έναν παράδεισο για εκατομμυριούχους! 54 χλμ γρανιτικής ακτής, ιδιαίτερα απότομης, που κρύβει πάνω από 700 μικρές ή μεγάλες πλαζ, έχοντας ως βάση το Porto Cervo. Το γραφικό λιμανάκι του χωριού είναι καταφύγιο πολυτελών θαλαμηγών ενώ στο κέντρο του κρύβονται οι παραδοσιακές επαύλεις. Στην «Ακτή των Μεγιστάνων» βρίσκεται και η περίφημη βίλα του πρώην πρωθυπουργού της Ιταλίας Σίλβιο Μπερλουσκόνι, η οποία βγήκε στο σφυρί το 2012.
Συνεχίζοντας ακόμα πιο βόρεια προς το Palau και ακολουθώντας τον παραλιακό δρόμο ανάμεσα σε βράχια που έχουν πάρει παράξενα σχήματα κάτω από την αργή επίδραση της βροχής και του ανέμου, φτάσαμε στην κορυφή ενός βράχου, στο Capo D’ Orso, ο οποίος προσομοιάζει με αρκούδα. Τα στοιχεία της φύσης έχουν συνθέσει το σημαντικότερο αξιοθέατο του Palau, ενός προσεγμένου τουριστικού οικισμού. Σε απόσταση 18 χιλιομέτρων βρεθήκαμε στη Santa Teresa di Gallura, τη βορειότερη πόλη της Σαρδηνίας, απέναντι από την Κορσική. Ο μύθος θέλει τα κοκόρια της να ακούγονται τα πρωινά μέχρι την περιοχή Bonifacio της Κορσικής, 11 χλμ μακριά. Όπως αποδείχθηκε τελικά, τα δικά μας αυτιά ήταν εξαιρετικά ευαίσθητα και το φυσικό «ξυπνητήρι» έδωσε το σήμα για την έναρξη μιας νέας μέρας. Περιήγηση στην πόλη που ιδρύθηκε το 1808 κι η οποία εκτός από τον αραγωνικό πύργο, έχει λίγα σπίτια τα οποία έχουν κρατήσει την αρχιτεκτονική του 19ου αιώνα. Όπως οι περισσότερες παραθαλάσσιες πόλεις της Gallura, έτσι και η Santa Teresa, βασικό λιμάνι προς την Κορσική, διαθέτει έναν μοντέρνο χαρακτήρα. Η βόλτα στην πλατεία Piazza Liberta, ένα πλάτωμα πάνω από τη θάλασσα άξιζε, όπως άξιζαν και οι περίφημες παραλίες της Rena Bianca και της Marmorata με τα εκτυφλωτικά τυρκουάζ νερά τους.









Καταγράφοντας πορεία παρέα με τη θάλασσα και τους απρόσιτους κόλπους, μπήκαμε στα όρια της επαρχίας του Sassari, στην πρώτη πόλη που συναντά κανείς ταξιδεύοντας από ΒΑ προς ΒΔ. Το Castelsardo χτισμένο πάνω σ’ ένα βράχο, υπάρχει. Το κάστρο της Genoa χρονολογείται τον 12ο αιώνα και είναι χτισμένο σαν ένα στεφάνι γύρω από το παλιό χωριό, με στριφογυριστά δρομάκια και σπίτια που… κρέμονται στον αέρα. Η πόλη επωφελήθηκε από την εξαιρετική τοποθεσία της, τις πλαζ και παραδοσιακή τεχνική των ψάθινων αντικειμένων, για να αποκτήσει μια εκλεκτή θέση στην τουριστική Σαρδηνία. Η ανάβαση στους εξώστες του κάστρου αποκάλυψε ένα θαυμάσιο θαλασσινό τοπίο…

Καταμεσήμερο αναχωρήσαμε για τον επόμενο σταθμό, την πόλη Porto Torres, σημαντικό λιμάνι που συνδέει την Ιταλία με την Ιβηρική Χερσόνησο. Μακριά από τα πληθωρικά τουριστικά κέντρα, το Porto Torres (όπως και άλλες απομακρυσμένες από τη θάλασσα πόλεις) «κατεβάζει ρολά» απολαμβάνοντας τη μεσημεριανή σιέστα, δίνοντας μια αίσθηση αδιαφορίας γι’ αυτό που συμβαίνει γύρω. Ακόμα και στο μικρό ψαράδικο χωριό του Stintino, στην μακριά χερσόνησο της Σαρδηνίας (ΒΔ) υπήρχε ζωή. Εκεί οι τουριστικές εγκαταστάσεις άρχισαν να ξεπροβάλλουν και πάλι μέχρι το τέλος της χερσονήσου στη μαγευτική και πολυφωτογραφημένη παραλία της La Peloza, η οποία κόντευε να βουλιάξει από τους τουρίστες! Λίγο πιο ψηλά, στο ακρωτήρι Falkone η θέση θέας άνοιξε το βλέμμα προς το μικροσκοπικό νησάκι Azinara.
Η εντυπωσιακή ακτογραμμή της βορειοδυτικής πλευράς του νησιού μας συνόδευσε μέχρι το Alghero, μία πόλη με καταλανικό χρώμα και χαρακτήρα, αποτέλεσμα της έντονης αποικιοκρατίας του 14ου αιώνα. Το όνομα της πόλης προέρχεται από τα αραβικά al-ghar, που σημαίνει σπήλαιο, δίνοντας μια άλλη δυναμική στο περίφημο σπήλαιο Grotta di Nettuno, στο ακρωτήρι Capo Caccia (750 μ. ύψος), σε απόσταση 27 χλμ από το Alghero.












Από το 1354, το Alghero υπήρξε η προσφιλής διαμονή των Αραγωνέζων αποικιστών, μία «Μπαρτσελονέτα» απαγορευμένη στους ξένους, τους κατοίκους της Σαρδηνίας και τους Κορσικανούς. Αποκομμένη από το υπόλοιπο νησί, η πόλη στράφηκε προς την Καταλονία, εξάρτηση που φαίνεται μέχρι και σήμερα αφού οι ντόπιοι εξακολουθούν να την αποκαλούν «Μικρή Βαρκελώνη». Η αρχιτεκτονική της παλιάς πόλης χρονολογείται από τον 16ο αιώνα και δεν είχε επηρεαστεί, μέχρι τον βομβαρδισμό της κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Γύρω από το λιμάνι κανείς μπορεί να δει τους επτά πύργους και τα στιβαρά τείχη της πόλης. Σήμερα το Alghero αποτελεί παραδοσιακό προορισμό Ιταλών και Ισπανών, κρατώντας ωστόσο το δικό του χαρακτήρα εκμεταλλευόμενο το λιμάνι του για να μην εξαρτάται αμιγώς από τον τουρισμό.
Ξεκινώντας την κάθοδό μας προς τις νοτιοδυτικές ακτές της και τις επαρχίες του Oristano και του Inglesias, συναντήσαμε την αρχαία ρωμαϊκή πόλη Boza με τα ζωηρά χρώματα του λιμανιού της, στη συνέχεια το χωριό San Salvatore με σπίτια που κατασκευάστηκαν για τις ανάγκες μεξικανικής ταινίας και την βιομηχανική πόλη του Oristano. Ενδιάμεσος σταθμός ήταν η αρχαία πόλη Θάρρος η οποία ιδρύθηκε από τους Φοίνικες κατά τον 8ο αιώνα π.Χ., κατοικήθηκε από τους Καρχηδόνιους και στη συνέχεια από τους Ρωμαίους. Σήμερα στον αρχαιολογικό χώρο του Θάρρους οι επισκέπτες μπορούν να δουν τα θεμέλια του ναού, τα λουτρά, το tophet (ανοιχτός ιερός χώρος, που απαντάται συχνά στις εγκαταστάσεις των Φοινίκων στη δυτική Μεσόγειο) καθώς και τα θεμέλια σπιτιών και μαγαζιών, κυρίως από τη Ρωμαϊκή εποχή και τα πρώτα χριστιανικά χρόνια.

Costa Verde
Κάπου εκεί πάρθηκε η απόφαση για περιπέτεια στην πιο απομακρυσμένη ακτή της Σαρδηνίας, την Costa Verde, μια ακτή μήκους 30 μιλίων στη δυτική ακτή της Σαρδηνίας, περισσότερο γνωστή για τους ψηλούς αμμόλοφους, τις εκτεταμένες ερήμους, τις μεγάλες παραλίες, τους βράχους και την παρθένα καταπράσινη φύση.
Ανάμεσα στο πράσινο (βέρντε) χρώμα των λόφων και το χρυσό των εντυπωσιακών αμμόλοφων, ανάμεσα σε ελάφια και αγριογούρουνα, βρίσκονται δύο από τις καλύτερες παραλίες του νησιού, οι Las Piscinas και το Scivu. Το 19ο αιώνα η περιοχή γνώρισε μεγάλη οικονομική άνθηση λόγω των μεταλλείων, τα οποία έχουν πλέον εγκαταλειφτεί αφήνοντας έντονα την αίσθηση της νοσταλγίας…

Μία ακόμα περιπετειώδης διαδρομή συνεχίστηκε προς το νοτιότερο κομμάτι του νησιού, την Costa del Sud, μία άγρια και αποκομμένη ακτή ανάμεσα στο λιμάνι της πόλης Teulada και το ακρωτήριο της Kia. Η πορεία προς την πρωτεύουσα του νησιού Cagliari, διακόπηκε για μία επίσκεψη στην φοινικική πόλη Nora (Νώρα) ήταν μια πανάρχαια πόλη που διατηρήθηκε μέχρι τη Ρωμαϊκή εποχή στη νότια Σαρδηνία κοντά στην πρωτεύουσα Κάλιαρι. Ο ιστορικός του 2ου αιώνα π.X. Παυσανίας στο έργο του “Ελλάδος περιήγησις/Φωκικά, Λοκρών Οζόλων” αφηγείται την ίδρυση της Νώρας “Μετά τον Αρισταίο οι Ίβηρες έφτασαν στη Σαρδηνία με αρχηγό τον Νώραξ και ίδρυσαν την πόλη της Νώρας. Η παράδοση λέει ότι ήταν η πρώτη πόλη που ιδρύθηκε στο νησί, ο Νώραξ ήταν γιος του θεού Ερμή, μητέρα του ήταν η Ερύθεια μία από τις Εσπερίδες, κόρη του μυθικού γίγαντα Γηρυόνη”.
Πόλη του Κάλιαρι
Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει όταν διασχίσαμε την «κομψή» οδική αρτηρία της Via Roma με τα σπίτια και τις καμάρες τους, φτάνοντας στα στενά δρομάκια του Cagliari που είχαν κατακλειστεί από υπηκόους της Σενεγάλης και του Πακιστάν. Εκεί ήταν η πηγή για να προμηθευτούν τσάντες, ζώνες και χαϊμαλιά με σκοπό, με το πρώτο φως της ημέρας, να οργανώσουν ακόμα μία ημέρα εξοντωτικής δουλειάς κάτω από τον ήλιο τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού,στις παραλίες του νησιού…
Αφεθήκαμε στην μαγεία της πόλης που είναι χτισμένη σε μια απαλή πλαγιά με παραδοσιακά σπίτια στο κέντρο και μοντέρνες πολυκατοικίες περιφερειακά. Στο Cagliari μας δόθηκε (επιτέλους) η ευκαιρία για μια νυχτερινή βόλτα σ’ ένα ζωηρό κέντρο στο Bastione di Saint Remi. Η πόλη οφείλει τη δόξα της στο μεγάλο λιμάνι, φυσική έξοδος του Campidano, της πλουσιότερης γεωργικής περιοχής της Σαρδηνίας. Ο κόλπος του Κάλιαρι ήταν καλά φυλαγμένος εδώ και αιώνες από τους Φοίνικες και τους Καρχηδόνιους, τους Ρωμαίους και τους Πιζανούς (14ος αιώνας). Η παλιά πόλη με τα αριστοκρατικά μέγαρα ξεχωρίζει για τον αξιόλογο καθεδρικό ναό της Santa Maria, του 13ου αιώνα. Το πλάτωμα Ουμπέρτο που έχει διαμορφωθεί πάνω σ’ ένα παλιό ισπανικό προμαχώνα του 16ου αιώνα, προσφέρει εικόνες από την πόλη, τους βάλτους και τις αλυκές τα οποία αποτελούν καταφύγια αποδημητικών πουλιών.












Αφήνοντας πίσω αυτές τις εικόνες ξεκινήσαμε για την ανατολική πλευρά του κόλπου και τα τουριστικά θέρετρα του Villasimius και Costa Rei.
Ο οικοδομικός πυρετός καλά κρατεί σε αυτές τις φημισμένες παραλίες της νοτιοανατολικής πλευράς του νησιού. Κάθε στροφή του δρόμου και μια καταγάλανη ακτή. Από αυτές ξεχωρίσαμε την Cala Sincias, παραλία που σύμφωνα με τους ντόπιους, έχει βραβευθεί για την ομορφιά και την ποιότητα του νερού της σε παγκόσμιο επίπεδο! Κοντά στην Cala Sincias και αναζητώντας τις κατάλληλες πληροφορίες για να θεραπεύσουμε την πείνα μας, ανακαλύψαμε τον οικισμό του Castiadas με αναπαλαιωμένα κτίρια φυλακών του 19ου αιώνα τα οποία πλέον φιλοξενούν εκθέσεις και πολιτιστικές δράσεις. Ανακαλύψαμε όμως και την παραδοσιακή ιταλική τρατορία (εστιατόριο) του Πιέρο με τα υπέροχα antipasti θαλασσινών και τα αντίστοιχο γευστικότατο risotto και pasta, κρυμμένη από τον… πολιτισμό των τουριστών σε μία αυλή σκεπασμένη από αμπέλια και γεμάτη κόσμο, ομιλίες, γέλια και… κρασί!

Έχοντας θαλασσοδαρθεί όλες τις μέρες παραμονής στο νησί, αποφασίσαμε να κινηθούμε προς την ενδοχώρα, μέσα στην οροσειρά του Gennargentu βόρεια του Κάλιαρι και προς τα χωριά Mantas, Aritzi και Foni (1.000 μ, το υψηλότερο του νησιού), στην καρδιά της περιοχής Barbagia. Τα σπίτια, σφιχτά κτισμένα το ένα πλάι στο άλλο με τα παράθυρα κλειστά, μαρτυρούσαν τα βιώματα των ντόπιων απέναντι στους κατακτητές του παρελθόντος. Αν και οι εποχές εκείνες έχουν περάσει ανεπιστρεπτί, τα ψυχρά και αλύγιστα πρόσωπα και βλέμματα των βουνίσιων κατοίκων, θαρρείς πως ήταν φτιαγμένα από σίδερο. Λέγεται ότι στα πιο πρόσφατα χρόνια, οι Ιταλοί δεν τα κατάφεραν καλύτερα από τους προγόνους τους του ρωμαϊκού κράτους, αφού δεν πήραν τη Σαρδηνία κάτω από τον έλεγχό τους, ακόμη και όταν έστειλαν έναν μεγάλο αριθμό αστυνομικών για να επιβάλουν την τάξη στις απόμακρες περιοχές. Ακόμη και σήμερα οι φόνοι, οι ζωοκλοπές και οι εκβιασμοί είναι σε ασυνήθιστα υψηλά επίπεδα στο νησί και οι Μπαρμπάτζιοι παραμένουν… Μπαρμπάτζιοι εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια.










Η κάθοδος από τα βουνά κατέληξε στην τελευταία στάση αυτού του ταξιδιού, την ανατολική πλευρά της επαρχίας του Nuoro. Η άγρια ομορφιά του κόλπου του Orosei, συνδυάζει τις αμέτρητες σπηλιές και τις προστατευόμενες παρθένες παραλίες, όπως αυτή του Coloritze, τις οποίες προσεγγίζει κανείς μόνο με πλοίο ή με τα πόδια. Οι τελευταίες ώρες παραμονής στη Σαρδηνία πέρασαν μαζί με τα φλαμίνγκο στη λίμνη του San Teodoro, στα νότια του κόλπου της Olbia, και τις ύστατες στιγμές δροσιάς στα πεντακάθαρα νερά της χερσονήσου La Tsinta.
